ἀφιερωμένα

ἀφιερωμένα
ἀφιερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
pres part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀφιερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀφιερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
pres part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀφιερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀ̱φιερωμένα , ἀφιερόω
hallow
perf part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
ἀ̱φιερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
perf part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀ̱φιερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀφῑερωμένα , ἀφιερόω
hallow
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἀφῑερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἀφῑερωμένᾱ , ἀφιερόω
hallow
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀφιερωμένας — ἀφιερωμένᾱς , ἀφιερόω hallow pres part mp fem acc pl (doric aeolic) ἀφιερωμένᾱς , ἀφιερόω hallow pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀφιερωμένᾱς , ἀφιερόω hallow pres part mp fem acc pl (doric aeolic) ἀφιερωμένᾱς , ἀφιερόω hallow pres part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιερωμέναι — ἀφιερωμένᾱͅ , ἀφιερόω hallow pres part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀφιερωμένᾱͅ , ἀφιερόω hallow pres part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀ̱φιερωμέναι , ἀφιερόω hallow perf part mp fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀ̱φιερωμένᾱͅ , ἀφιερόω hallow perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλώτια — Αρχαία γιορτή που διοργανωνόταν στην Κόρινθο, στη Γόρτυνα της Κρήτης και, ίσως, σε άλλες πόλεις. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, τα Ε. τελούνταν στην Κόρινθο προς τιμήν της Αθηνάς. Κατά τη μυθολογική παράδοση, η Ελλώτιδα και η Χρυσή, κόρες του βασιλιά… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”